- συντέτηκε
- συντήκωfuse into one massperf imperat act 2nd sgσυντήκωfuse into one massperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντέτηχ' — συντέτηκα , συντήκω fuse into one mass perf ind act 1st sg συντέτηκε , συντήκω fuse into one mass perf imperat act 2nd sg συντέτηκε , συντήκω fuse into one mass perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντήκω — ΝΑ 1. λειώνω διάφορες ύλες μαζί για να δημιουργήσω κράμα, μίγμα («ἄλειμμα τὸ δι ἐλαίου..., συντακέντος δι ὀλίγου κηροῡ», Πλούτ.) 2. συγχωνεύω νεοελλ. λειώνω εντελώς αρχ. 1. συγκολλώ με σύντηξη 2. διαλύω μαζί 3. φθείρω («τὸν πάντα συντήκουσα… … Dictionary of Greek